τριτανωπία

τριτανωπία
η, Ν
ιατρ. συγγενής ή επίκτητη ανωμαλία τής όρασης τών χρωμάτων, η οποία χαρακτηρίζεται από αδυναμία διάκρισης τού κυανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tritanopia < τρίτος + στερητ. α(ν)- + -ωπία (< -ωψ < θ. ωπ- τού όπωπα*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριτάνωψ — ο, η, και τ. αρσ. τριτάνωπας, Ν αυτός που πάσχει από τριτανωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tritanope, υποχωρητ. σχηματισμός από το tritanopia (βλ. λ. τριτανωπία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”